- θρήνημα
- θρήνημα, τὸ (Α) [θρηνώ]ο θρήνος, ο οδυρμός, το μοιρολόι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρήνημα — lament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνημάτων — θρήνημα lament neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνήμασι — θρήνημα lament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνήμασιν — θρήνημα lament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνήματα — θρήνημα lament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
θρηνητό — το θρήνος, θρήνημα, δυνατό κλάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)